- γλυφίζω
- [γλυφός](για νερό) έχω ελαφρώς υφάλμυρη γεύση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υφαρμυρίζω — υφαρμύρισα, αμτβ., είμαι υφάρμυρος (βλ. λ.), έχω γεύση υφάρμυρη, γλυφίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)